- Εὐτυχής
- Εὐτυχήςsuccessfulmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Εὐτυχῇς — Εὐτυχής successful masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτυχής — successful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐτύχης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτυχής — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Υπήρξε μαθητής του Ιωάννη του Θεολόγου. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Αυγούστου. 2. Επίσκοπος Μελιτινής. Η μνήμη του τιμάται στις 28 Μαΐου. II (Κωνσταντινούπολη 378 – 454; μ.Χ.). Ιδρυτής της αίρεσης… … Dictionary of Greek
ευτυχής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, επίρρ. ώς 1. ο καλότυχος, ο καλόμοιρος, ο ευτυχισμένος: Ευτυχής ο πατέρας των καλώνπαιδιών. 2. πάρα πολύ ευχαριστημένος: Είμαιευτυχής που συμφωνείς μαζί μου. 3. ευδαίμονας, μακάριος, καλότυχος: Έζησε ευτυχής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐτυχῆς — εὐτυχέω to be prosperous pres ind act 2nd sg (doric) εὐτυχής successful masc/fem acc pl (attic epic doric) εὐτυχής successful masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτυχῇς — εὐτυχέω to be prosperous pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐτύχης — εὐτυχέω to be prosperous imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) εὐτυχέω to be prosperous imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λέιφ, Έρικσον ο Ευτυχής — (Eriksson Leiv den Hepne, 970 – 1021). Νορμανδός θαλασσοπόρος. Ήταν γιος του Έρικ του Ερυθρού, ιδρυτή των σκανδιναβικών εγκαταστάσεων στην Ισλανδία και στη Γροιλανδία. Το 999 επισκέφθηκε τον βασιλιά της Νορβηγίας Όλαφ Τρίγκβασον, μετά από διαταγή … Dictionary of Greek
εὐτυχῆ — εὐτυχής successful neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐτυχής successful masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐτυχής successful masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)